Translation meaning & definition of the word "terminology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τερματολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Terminology
[Ορολογία]/tərmɪnɑləʤi/
noun
1. A system of words used to name things in a particular discipline
- "Legal terminology"
- "Biological nomenclature"
- "The language of sociology"
- synonym:
- terminology ,
- nomenclature ,
- language
1. Ένα σύστημα λέξεων που χρησιμοποιείται για να ονομάσει τα πράγματα σε μια συγκεκριμένη πειθαρχία
- "Νομική ορολογία"
- "Βιολογική ονοματολογία"
- "Η γλώσσα της κοινωνιολογίας"
- συνώνυμο:
- ορολογία ,
- ονοματολογία ,
- γλώσσα
Examples of using
Each science has its own terminology.
Κάθε επιστήμη έχει τη δική της ορολογία.