Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "terminal" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τερματικός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Terminal

[Τερματικό]
/tərmənəl/

noun

1. Station where transport vehicles load or unload passengers or goods

    synonym:
  • terminal
  • ,
  • terminus
  • ,
  • depot

1. Σταθμός όπου τα οχήματα μεταφοράς φορτώνουν ή εκφορτώνουν επιβάτες ή εμπορεύματα

    συνώνυμο:
  • τερματικό
  • ,
  • τέρμα
  • ,
  • αποθήκη

2. A contact on an electrical device (such as a battery) at which electric current enters or leaves

    synonym:
  • terminal
  • ,
  • pole

2. Μια επαφή σε μια ηλεκτρική συσκευή (όπως μια μπαταρία) στην οποία το ηλεκτρικό ρεύμα εισέρχεται ή φεύγει

    συνώνυμο:
  • τερματικό
  • ,
  • πόλος

3. Either extremity of something that has length

  • "The end of the pier"
  • "She knotted the end of the thread"
  • "They rode to the end of the line"
  • "The terminals of the anterior arches of the fornix"
    synonym:
  • end
  • ,
  • terminal

3. Είτε το άκρο κάτι που έχει μήκος

  • "Το τέλος της προβλήτας"
  • "Έπεσε στο τέλος του νήματος"
  • "Πήγαν στο τέλος της γραμμής"
  • "Οι τερματικοί σταθμοί των πρόσθιων τόξων του προθέματος"
    συνώνυμο:
  • τέλος
  • ,
  • τερματικό

4. Electronic equipment consisting of a device providing access to a computer

  • Has a keyboard and display
    synonym:
  • terminal

4. Ηλεκτρονικός εξοπλισμός που αποτελείται από συσκευή που παρέχει πρόσβαση σε υπολογιστή

  • Διαθέτει πληκτρολόγιο και οθόνη
    συνώνυμο:
  • τερματικό

adjective

1. Of or relating to or situated at the ends of a delivery route

  • "Freight pickup is a terminal service"
  • "Terminal charges"
    synonym:
  • terminal

1. Από ή σχετίζονται ή βρίσκονται στα άκρα μιας διαδρομής παράδοσης

  • "Η παραλαβή φορτίου είναι μια τελική υπηρεσία"
  • "Τελικές χρεώσεις"
    συνώνυμο:
  • τερματικό

2. Relating to or occurring in a term or fixed period of time

  • "Terminal examinations"
  • "Terminal payments"
    synonym:
  • terminal

2. Σχετικά με ή που εμφανίζονται σε έναν όρο ή σε μια καθορισμένη χρονική περίοδο

  • "Τελικές εξετάσεις"
  • "Τελικές πληρωμές"
    συνώνυμο:
  • τερματικό

3. Being or situated at an end

  • "The endmost pillar"
  • "Terminal buds on a branch"
  • "A terminal station"
  • "The terminal syllable"
    synonym:
  • terminal

3. Να είσαι ή να βρίσκεσαι στο τέλος

  • "Ο τελευταίος πυλώνας"
  • "Τελικά μπουμπούκια σε ένα κλαδί"
  • "Ένας τερματικός σταθμός"
  • "Η τελική συλλαβή"
    συνώνυμο:
  • τερματικό

4. Occurring at or forming an end or termination

  • "His concluding words came as a surprise"
  • "The final chapter"
  • "The last days of the dinosaurs"
  • "Terminal leave"
    synonym:
  • concluding
  • ,
  • final
  • ,
  • last
  • ,
  • terminal

4. Εμφανίζεται ή σχηματίζει τέλος ή τερματισμό

  • "Τα συμπερασματικά λόγια του ήρθαν ως έκπληξη"
  • "Το τελευταίο κεφάλαιο"
  • "Οι τελευταίες μέρες των δεινοσαύρων"
  • "Τελική άδεια"
    συνώνυμο:
  • ολοκληρώνοντασ
  • ,
  • τελικός
  • ,
  • τελευταίος
  • ,
  • τερματικό

5. Causing or ending in or approaching death

  • "A terminal patient"
  • "Terminal cancer"
    synonym:
  • terminal

5. Πρόκληση ή τερματισμός ή προσέγγιση του θανάτου

  • "Ασθενής τερματικού"
  • "Καρκίνος του τερματικού"
    συνώνυμο:
  • τερματικό

Examples of using

Please stay seated until we reach the terminal.
Παρακαλώ μείνετε καθισμένοι μέχρι να φτάσουμε στον τερματικό σταθμό.