Translation meaning & definition of the word "tenure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θητεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tenure
[Επιτήρηση]/tɛnjər/
noun
1. The term during which some position is held
- synonym:
- tenure ,
- term of office ,
- incumbency
1. Τον όρο κατά τον οποίο διατηρείται κάποια θέση
- συνώνυμο:
- αξίωμα ,
- θητεία ,
- κατώτατο όριο
2. The right to hold property
- Part of an ancient hierarchical system of holding lands
- synonym:
- tenure ,
- land tenure
2. Το δικαίωμα να κατέχει ιδιοκτησία
- Μέρος ενός αρχαίου ιεραρχικού συστήματος εκτάσεων
- συνώνυμο:
- αξίωμα ,
- γη
verb
1. Give life-time employment to
- "She was tenured after she published her book"
- synonym:
- tenure
1. Να δώσει απασχόληση στον χρόνο ζωής
- "Θεωρήθηκε ότι δημοσίευσε το βιβλίο της"
- συνώνυμο:
- αξίωμα