Translation meaning & definition of the word "tentacle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκηνή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tentacle
[Κατασκευαστής]/tɛntəkəl/
noun
1. Something that acts like a tentacle in its ability to grasp and hold
- "Caught in the tentacles of organized crime"
- synonym:
- tentacle
1. Κάτι που λειτουργεί σαν ένα πλοκάμι στην ικανότητά του να πιάσει και να κρατήσει
- "Πιάστηκε στα πλοκάμια του οργανωμένου εγκλήματος"
- συνώνυμο:
- πλοκάμι
2. Any of various elongated tactile or prehensile flexible organs that occur on the head or near the mouth in many animals
- Used for feeling or grasping or locomotion
- synonym:
- tentacle
2. Οποιοδήποτε από τα διάφορα επιμήκη απτικά ή προσχηματικά εύκαμπτα όργανα που εμφανίζονται στο κεφάλι ή κοντά στο στόμα σε πολλά ζώα
- Χρησιμοποιημένος για το συναίσθημα ή την αίσθηση ή τη μετακίνηση
- συνώνυμο:
- πλοκάμι
Examples of using
Something cold and slimy touched Nastya’s cheek, and she cringed, seeing it was a giant tentacle.
Κάτι κρύο και γλοιώδες άγγιξε το μάγουλο της Νάστια, και εκείνη έπληξε, βλέποντας ότι ήταν ένα γιγαντιαίο πλοκάμι.