Translation meaning & definition of the word "tensor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τενόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tensor
[Τανυστήρα]/tɛnsər/
noun
1. A generalization of the concept of a vector
- synonym:
- tensor
1. Γενίκευση της έννοιας ενός διανύσματος
- συνώνυμο:
- τανυστής
2. Any of several muscles that cause an attached structure to become tense or firm
- synonym:
- tensor
2. Οποιοσδήποτε από τους πολλούς μύες που προκαλούν μια συνημμένη δομή να γίνει τεταμένη ή σταθερή
- συνώνυμο:
- τανυστής