Translation meaning & definition of the word "tension" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ένταση" στην ελληνική γλώσσα
Tension
[Ένταση]noun
1. (psychology) a state of mental or emotional strain or suspense
- "He suffered from fatigue and emotional tension"
- "Stress is a vasoconstrictor"
- synonym:
- tension ,
- tenseness ,
- stress
1. (ψυχολογία) κατάσταση ψυχικής ή συναισθηματικής καταπόνησης ή αγωνίας
- "Υπέφερε από κόπωση και συναισθηματική ένταση"
- "Το στρες είναι αγγειοσυσταλτικό"
- συνώνυμο:
- ένταση ,
- αναταραχή ,
- άγχος
2. The physical condition of being stretched or strained
- "It places great tension on the leg muscles"
- "He could feel the tenseness of her body"
- synonym:
- tension ,
- tensity ,
- tenseness ,
- tautness
2. Η φυσική κατάσταση του να είναι τεντωμένο ή τεντωμένο
- "Τοποθετεί μεγάλη ένταση στους μύες των ποδιών"
- "Θα μπορούσε να αισθανθεί την εφελκυσμό του σώματός της"
- συνώνυμο:
- ένταση ,
- πυκνότητα ,
- αναταραχή ,
- τεντωμένο
3. A balance between and interplay of opposing elements or tendencies (especially in art or literature)
- "There is a tension created between narrative time and movie time"
- "There is a tension between these approaches to understanding history"
- synonym:
- tension
3. Ισορροπία μεταξύ και αλληλεπίδραση αντίθετων στοιχείων ή τάσεων (ειδικά στην τέχνη ή τη λογοτεχνία)
- "Υπάρχει μια ένταση που δημιουργείται μεταξύ του αφηγηματικού χρόνου και του χρόνου του κινηματογράφου"
- "Υπάρχει ένταση μεταξύ αυτών των προσεγγίσεων για την κατανόηση της ιστορίας"
- συνώνυμο:
- ένταση
4. (physics) a stress that produces an elongation of an elastic physical body
- "The direction of maximum tension moves asymptotically toward the direction of the shear"
- synonym:
- tension
4. (φυσική) ένα στρες που παράγει μια επιμήκυνση ενός ελαστικού φυσικού σώματος
- "Η κατεύθυνση της μέγιστης έντασης κινείται ασυμπτωτικά προς την κατεύθυνση της διάτμησης"
- συνώνυμο:
- ένταση
5. Feelings of hostility that are not manifest
- "He could sense her latent hostility to him"
- "The diplomats' first concern was to reduce international tensions"
- synonym:
- latent hostility ,
- tension
5. Αισθήματα εχθρότητας που δεν εκδηλώνονται
- "Θα μπορούσε να αισθανθεί τη λανθάνουσα εχθρότητά της προς αυτόν"
- "Η πρώτη ανησυχία των διπλωματών ήταν να μειώσουν τις διεθνείς εντάσεις"
- συνώνυμο:
- λανθάνουσα εχθρότητα ,
- ένταση
6. The action of stretching something tight
- "Tension holds the belt in the pulleys"
- synonym:
- tension
6. Η δράση του τεντώματος κάτι σφιχτό
- "Η ένταση κρατά τη ζώνη στις τροχαλίες"
- συνώνυμο:
- ένταση