Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "tension" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ένταση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Tension

[Ένταση]
/tɛnʃən/

noun

1. (psychology) a state of mental or emotional strain or suspense

  • "He suffered from fatigue and emotional tension"
  • "Stress is a vasoconstrictor"
    synonym:
  • tension
  • ,
  • tenseness
  • ,
  • stress

1. (ψυχολογία) κατάσταση ψυχικής ή συναισθηματικής καταπόνησης ή αγωνίας

  • "Υπέφερε από κόπωση και συναισθηματική ένταση"
  • "Το στρες είναι αγγειοσυσταλτικό"
    συνώνυμο:
  • ένταση
  • ,
  • αναταραχή
  • ,
  • άγχος

2. The physical condition of being stretched or strained

  • "It places great tension on the leg muscles"
  • "He could feel the tenseness of her body"
    synonym:
  • tension
  • ,
  • tensity
  • ,
  • tenseness
  • ,
  • tautness

2. Η φυσική κατάσταση του να είναι τεντωμένο ή τεντωμένο

  • "Τοποθετεί μεγάλη ένταση στους μύες των ποδιών"
  • "Θα μπορούσε να αισθανθεί την εφελκυσμό του σώματός της"
    συνώνυμο:
  • ένταση
  • ,
  • πυκνότητα
  • ,
  • αναταραχή
  • ,
  • τεντωμένο

3. A balance between and interplay of opposing elements or tendencies (especially in art or literature)

  • "There is a tension created between narrative time and movie time"
  • "There is a tension between these approaches to understanding history"
    synonym:
  • tension

3. Ισορροπία μεταξύ και αλληλεπίδραση αντίθετων στοιχείων ή τάσεων (ειδικά στην τέχνη ή τη λογοτεχνία)

  • "Υπάρχει μια ένταση που δημιουργείται μεταξύ του αφηγηματικού χρόνου και του χρόνου του κινηματογράφου"
  • "Υπάρχει ένταση μεταξύ αυτών των προσεγγίσεων για την κατανόηση της ιστορίας"
    συνώνυμο:
  • ένταση

4. (physics) a stress that produces an elongation of an elastic physical body

  • "The direction of maximum tension moves asymptotically toward the direction of the shear"
    synonym:
  • tension

4. (φυσική) ένα στρες που παράγει μια επιμήκυνση ενός ελαστικού φυσικού σώματος

  • "Η κατεύθυνση της μέγιστης έντασης κινείται ασυμπτωτικά προς την κατεύθυνση της διάτμησης"
    συνώνυμο:
  • ένταση

5. Feelings of hostility that are not manifest

  • "He could sense her latent hostility to him"
  • "The diplomats' first concern was to reduce international tensions"
    synonym:
  • latent hostility
  • ,
  • tension

5. Αισθήματα εχθρότητας που δεν εκδηλώνονται

  • "Θα μπορούσε να αισθανθεί τη λανθάνουσα εχθρότητά της προς αυτόν"
  • "Η πρώτη ανησυχία των διπλωματών ήταν να μειώσουν τις διεθνείς εντάσεις"
    συνώνυμο:
  • λανθάνουσα εχθρότητα
  • ,
  • ένταση

6. The action of stretching something tight

  • "Tension holds the belt in the pulleys"
    synonym:
  • tension

6. Η δράση του τεντώματος κάτι σφιχτό

  • "Η ένταση κρατά τη ζώνη στις τροχαλίες"
    συνώνυμο:
  • ένταση

Examples of using

Tom tried to ease the tension.
Ο Τομ προσπάθησε να απαλύνει την ένταση.
I felt the tension grow between us.
Ένιωσα την ένταση να μεγαλώνει μεταξύ μας.
There was a lot of tension between Tom and Mary.
Υπήρχε μεγάλη ένταση ανάμεσα στον Τομ και τη Μαίρη.