Translation meaning & definition of the word "tense" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τένσα" στην ελληνική γλώσσα
Tense
[Έντονοσ]noun
1. A grammatical category of verbs used to express distinctions of time
- synonym:
- tense
1. Μια γραμματική κατηγορία ρημάτων που χρησιμοποιείται για να εκφράσει διακρίσεις του χρόνου
- συνώνυμο:
- τεταμένος
verb
1. Become stretched or tense or taut
- "The bodybuilder's neck muscles tensed
- " "the rope strained when the weight was attached"
- synonym:
- strain ,
- tense
1. Τεντωθείτε ή τεντωθείτε ή τεντωθείτε
- "Οι μύες του λαιμού του μπίλντερ σφιγμένοι
- " "το σχοινί τεντώθηκε όταν συνδέθηκε το βάρος"
- συνώνυμο:
- στέλεχος ,
- τεταμένος
2. Increase the tension on
- "Alternately relax and tense your calf muscle"
- "Tense the rope manually before tensing the spring"
- synonym:
- tense
2. Αυξήστε την ένταση
- "Χαλαρώστε επιτέλους και τεντώστε τον μυ του μοσχαριού σας"
- "Τεντώστε το σχοινί χειροκίνητα πριν την τέντωση του ελατηρίου"
- συνώνυμο:
- τεταμένος
3. Become tense, nervous, or uneasy
- "He tensed up when he saw his opponent enter the room"
- synonym:
- tense ,
- tense up
3. Γίνετε τεταμένοι, νευρικοί ή ανήσυχοι
- "Σταμάτησε όταν είδε τον αντίπαλό του να μπαίνει στο δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- τεταμένος ,
- τεντώνομαι
4. Cause to be tense and uneasy or nervous or anxious
- "He got a phone call from his lawyer that tensed him up"
- synonym:
- tense ,
- strain ,
- tense up
4. Αιτία να είναι τεταμένος και ανήσυχος ή νευρικός ή ανήσυχος
- "Έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον δικηγόρο του που τον τέντωσε"
- συνώνυμο:
- τεταμένος ,
- στέλεχος ,
- τεντώνομαι
adjective
1. In or of a state of physical or nervous tension
- synonym:
- tense
1. Σε κατάσταση σωματικής ή νευρικής έντασης
- συνώνυμο:
- τεταμένος
2. Pronounced with relatively tense tongue muscles (e.g., the vowel sound in `beat')
- synonym:
- tense
2. Προφέρεται με σχετικά τεταμένους μύες της γλώσσας (π.χ., ο ήχος του φωνήεντος σε `αισιόδοξη
- συνώνυμο:
- τεταμένος
3. Taut or rigid
- Stretched tight
- "Tense piano strings"
- synonym:
- tense
3. Τεντωμένος ή άκαμπτος
- Τεντωμένος
- "Συμβολοσειρές πιάνου"
- συνώνυμο:
- τεταμένος