Translation meaning & definition of the word "tenor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τένορας" στην ελληνική γλώσσα
Tenor
[Τενόρος]noun
1. The adult male singing voice above baritone
- synonym:
- tenor ,
- tenor voice
1. Το ενήλικο αρσενικό τραγουδώντας φωνή πάνω από το βαρύτονο
- συνώνυμο:
- τενόρος ,
- φωνή τενόρου
2. The pitch range of the highest male voice
- synonym:
- tenor
2. Το εύρος της υψηλότερης αρσενικής φωνής
- συνώνυμο:
- τενόρος
3. An adult male with a tenor voice
- synonym:
- tenor
3. Ένας ενήλικος άνδρας με φωνή τενόρου
- συνώνυμο:
- τενόρος
4. A settled or prevailing or habitual course of a person's life
- "Nothing disturbed the even tenor of her ways"
- synonym:
- tenor
4. Μια εγκατεστημένη ή επικρατούσα ή συνήθη πορεία της ζωής ενός ατόμου
- "Τίποτα δεν διατάραξε τον ακόμη τενόρο των τρόπων της"
- συνώνυμο:
- τενόρος
5. The general meaning or substance of an utterance
- "Although i disagreed with him i could follow the tenor of his argument"
- synonym:
- tenor ,
- strain
5. Η γενική έννοια ή η ουσία μιας ομιλίας
- "Αν και διαφώνησα μαζί του, θα μπορούσα να ακολουθήσω τον τενόρο του επιχειρήματός του"
- συνώνυμο:
- τενόρος ,
- στέλεχος
adjective
1. (of a musical instrument) intermediate between alto and baritone or bass
- "A tenor sax"
- synonym:
- tenor
1. ( ενός μουσικού οργάνου) ενδιάμεσο μεταξύ άλτο και βαρύτονο ή μπάσο
- "Σαξ τενόρου"
- συνώνυμο:
- τενόρος
2. Of or close in range to the highest natural adult male voice
- "Tenor voice"
- synonym:
- tenor
2. Από ή κοντά στην εμβέλεια με την υψηλότερη φυσική ενήλικη αρσενική φωνή
- "Φωνή τενόρου"
- συνώνυμο:
- τενόρος