Translation meaning & definition of the word "tenement" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τένις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tenement
[Καταδίκη]/tɛnəmənt/
noun
1. A run-down apartment house barely meeting minimal standards
- synonym:
- tenement ,
- tenement house
1. Μια υπόγεια κατοικία διαμερισμάτων μόλις που πληροί τα ελάχιστα πρότυπα
- συνώνυμο:
- επανόρθωση ,
- σπίτι του περιβάλλοντος