Translation meaning & definition of the word "tenderness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρυφερότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tenderness
[Τρυφερότητα]/tɛndərnəs/
noun
1. A tendency to express warm and affectionate feeling
- synonym:
- tenderness
1. Μια τάση να εκφράζετε ζεστό και στοργικό συναίσθημα
- συνώνυμο:
- τρυφερότητα
2. A pain that is felt (as when the area is touched)
- "The best results are generally obtained by inserting the needle into the point of maximum tenderness"
- "After taking a cold, rawness of the larynx and trachea come on"
- synonym:
- tenderness ,
- soreness ,
- rawness
2. Ένας πόνος που γίνεται αισθητός (ας όταν η περιοχή αγγιχτεί)
- "Τα καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται γενικά με την εισαγωγή της βελόνας στο σημείο της μέγιστης ευαισθησίας"
- "Μετά τη λήψη ενός κρυολογήματος, η ρακέντα του λάρυγγα και της τραχείας έρχονται"
- συνώνυμο:
- τρυφερότητα ,
- πόνος ,
- αναβλύζω
3. Warm compassionate feelings
- synonym:
- tenderness ,
- tenderheartedness
3. Ζεστά συμπονετικά συναισθήματα
- συνώνυμο:
- τρυφερότητα
4. A positive feeling of liking
- "He had trouble expressing the affection he felt"
- "The child won everyone's heart"
- "The warmness of his welcome made us feel right at home"
- synonym:
- affection ,
- affectionateness ,
- fondness ,
- tenderness ,
- heart ,
- warmness ,
- warmheartedness ,
- philia
4. Ένα θετικό συναίσθημα της αρεσκείας
- "Είχε πρόβλημα να εκφράσει την αγάπη που ένιωθε"
- "Το παιδί κέρδισε την καρδιά όλων"
- "Η ζεστασιά του καλωσορίσματος μας έκανε να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας"
- συνώνυμο:
- στοργή ,
- αγάπη ,
- τρυφερότητα ,
- καρδιά ,
- ζεστασιά ,
- φίλια
5. A feeling of concern for the welfare of someone (especially someone defenseless)
- synonym:
- softheartedness ,
- tenderness
5. Ένα αίσθημα ανησυχίας για την ευημερία κάποιου (ειδικά κάποιου ανυπεράσπιστου)
- συνώνυμο:
- απαλότητα ,
- τρυφερότητα