Translation meaning & definition of the word "tender" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσφορά" στην ελληνική γλώσσα
Tender
[Τρυπώνω]noun
1. Something that can be used as an official medium of payment
- synonym:
- tender ,
- legal tender ,
- stamp
1. Κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίσημο μέσο πληρωμής
- συνώνυμο:
- προσφορά ,
- νόμιμο χρήμα ,
- σφραγίδα
2. Someone who waits on or tends to or attends to the needs of another
- synonym:
- attendant ,
- attender ,
- tender
2. Κάποιος που περιμένει ή τείνει ή προσκολλάται στις ανάγκες κάποιου άλλου
- συνώνυμο:
- συνοδός ,
- παρακολουθών ,
- προσφορά
3. A formal proposal to buy at a specified price
- synonym:
- bid ,
- tender
3. Επίσημη πρόταση για αγορά σε συγκεκριμένη τιμή
- συνώνυμο:
- προσφορά
4. Car attached to a locomotive to carry fuel and water
- synonym:
- tender
4. Αυτοκίνητο που συνδέεται με μια ατμομηχανή για τη μεταφορά καυσίμων και νερού
- συνώνυμο:
- προσφορά
5. A boat for communication between ship and shore
- synonym:
- tender ,
- ship's boat ,
- pinnace ,
- cutter
5. Βάρκα για επικοινωνία μεταξύ πλοίου και ακτής
- συνώνυμο:
- προσφορά ,
- πλοίο του πλοίου ,
- πινένσε ,
- κόπτης
6. Ship that usually provides supplies to other ships
- synonym:
- tender ,
- supply ship
6. Πλοίο που συνήθως παρέχει προμήθειες σε άλλα πλοία
- συνώνυμο:
- προσφορά ,
- πλοίο ανεφοδιασμού
verb
1. Offer or present for acceptance
- synonym:
- tender
1. Προσφορά ή παρόν για αποδοχή
- συνώνυμο:
- προσφορά
2. Propose a payment
- "The swiss dealer offered $2 million for the painting"
- synonym:
- offer ,
- bid ,
- tender
2. Προτείνετε μια πληρωμή
- "Ο ελβετός έμπορος πρόσφερε $2 εκατομμύρια για τον πίνακα"
- συνώνυμο:
- προσφορά
3. Make a tender of
- In legal settlements
- synonym:
- tender
3. Προσφέρω
- Σε νομικούς οικισμούς
- συνώνυμο:
- προσφορά
4. Make tender or more tender as by marinating, pounding, or applying a tenderizer
- "Tenderize meat"
- synonym:
- tender ,
- tenderize ,
- tenderise
4. Κάντε τρυφερό ή πιο τρυφερό όπως με μαρινάρισμα, σφυροκόπημα ή εφαρμογή τρυφερού
- "Τρυφερό κρέας"
- συνώνυμο:
- προσφορά ,
- τρυφερό
adjective
1. Given to sympathy or gentleness or sentimentality
- "A tender heart"
- "A tender smile"
- "Tender loving care"
- "Tender memories"
- "A tender mother"
- synonym:
- tender
1. Δίνεται στη συμπάθεια ή την ευγένεια ή το συναισθηματισμό
- "Τρυφερή καρδιά"
- "Τρυφερό χαμόγελο"
- "Τρυφερή φροντίδα αγάπης"
- "Τρυφερές αναμνήσεις"
- "Τρυφερή μητέρα"
- συνώνυμο:
- προσφορά
2. Hurting
- "The tender spot on his jaw"
- synonym:
- sensitive ,
- sore ,
- raw ,
- tender
2. Πληγώνει
- "Το τρυφερό σημείο στο σαγόνι του"
- συνώνυμο:
- ευαίσθητος ,
- πονόλαιμος ,
- ακατέργαστοσ ,
- προσφορά
3. Young and immature
- "At a tender age"
- synonym:
- tender
3. Νέοι και ανώριμοι
- "Σε τρυφερή ηλικία"
- συνώνυμο:
- προσφορά
4. Having or displaying warmth or affection
- "Affectionate children"
- "A fond embrace"
- "Fond of his nephew"
- "A tender glance"
- "A warm embrace"
- synonym:
- affectionate ,
- fond ,
- lovesome ,
- tender ,
- warm
4. Έχοντας ή επιδεικνύοντας ζεστασιά ή στοργή
- "Επηρεασμένα παιδιά"
- "Μια αγκαλιά αγάπης"
- "Ο ανιψιός του"
- "Μια τρυφερή ματιά"
- "Θερμή αγκαλιά"
- συνώνυμο:
- στοργικός ,
- αγαπώ ,
- ερωτευμένοσ ,
- προσφορά ,
- ζεστός
5. Easy to cut or chew
- "Tender beef"
- synonym:
- tender
5. Εύκολο να κόψει ή να μασήσει
- "Βοδινό κρέας"
- συνώνυμο:
- προσφορά
6. Physically untoughened
- "Tender feet"
- synonym:
- tender ,
- untoughened
6. Σωματικά αναμφισβήτητη
- "Πόδια τρυφερά"
- συνώνυμο:
- προσφορά ,
- αναμφισβήτητα
7. (used of boats) inclined to heel over easily under sail
- synonym:
- crank ,
- cranky ,
- tender ,
- tippy
7. (χρησιμοποιείται από σκάφη) με τάση πάνω εύκολα κάτω από το πανί
- συνώνυμο:
- στρόφαλοσ ,
- παλαβός ,
- προσφορά ,
- απαλός
8. (of plants) not hardy
- Easily killed by adverse growing condition
- "Tender green shoots"
- synonym:
- tender
8. (από τα φυτάδεν είναι σκληρό
- Εύκολα θανατώνεται από αντίξοες καταστάσεις ανάπτυξης
- "Τρυφεροί πράσινοι βλαστοί"
- συνώνυμο:
- προσφορά