Translation meaning & definition of the word "tenant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ένοχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tenant
[Ενοικιαστής]/tɛnənt/
noun
1. Someone who pays rent to use land or a building or a car that is owned by someone else
- "The landlord can evict a tenant who doesn't pay the rent"
- synonym:
- tenant ,
- renter
1. Κάποιος που πληρώνει ενοίκιο για να χρησιμοποιήσει γη ή ένα κτίριο ή ένα αυτοκίνητο που ανήκει σε κάποιον άλλο
- "Ο ιδιοκτήτης μπορεί να εκδιώξει έναν μισθωτή που δεν πληρώνει το ενοίκιο"
- συνώνυμο:
- μισθωτής ,
- ενοικιαστήσ
2. A holder of buildings or lands by any kind of title (as ownership or lease)
- synonym:
- tenant
2. Κάτοχος κτιρίων ή εκτάσεων με οποιοδήποτε τίτλο ιδιοκτησίας (ας ή μίσθωσης)
- συνώνυμο:
- μισθωτής
3. Any occupant who dwells in a place
- synonym:
- tenant
3. Κάθε επιβάτης που κατοικεί σε ένα μέρος
- συνώνυμο:
- μισθωτής
verb
1. Occupy as a tenant
- synonym:
- tenant
1. Να απασχοληθεί ως μισθωτής
- συνώνυμο:
- μισθωτής