Translation meaning & definition of the word "tenacious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευρυχωρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tenacious
[Επίμονος]/təneʃəs/
adjective
1. Good at remembering
- "A retentive mind"
- "Tenacious memory"
- synonym:
- retentive ,
- recollective ,
- long ,
- tenacious
1. Καλό στο να θυμάσαι
- "Ένα επαναλαμβανόμενο μυαλό"
- "Ευρεία μνήμη"
- συνώνυμο:
- ανταποδοτικόσ ,
- ανακλητικόσ ,
- μακρύς ,
- επίμονος
2. Stubbornly unyielding
- "Dogged persistence"
- "Dour determination"
- "The most vocal and pertinacious of all the critics"
- "A mind not gifted to discover truth but tenacious to hold it"- t.s.eliot
- "Men tenacious of opinion"
- synonym:
- dogged ,
- dour ,
- persistent ,
- pertinacious ,
- tenacious ,
- unyielding
2. Πεισματικά αποκλίνουσα
- "Σκυμμένη επιμονή"
- "Τρελή αποφασιστικότητα"
- "Το πιο φωνητικό και διαταραγμένο από όλους τους κριτικούς"
- "Ένας νους που δεν είναι προικισμένος να ανακαλύψει την αλήθεια, αλλά επίμονος να την κρατήσει"- τ.σ.ελιότ
- "Άνδρες αντιπαράθεσης γνώμης"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- παραπονιέμαι ,
- επίμονος ,
- αναλλοίωτοσ ,
- ανεπιτήδευτοσ
3. Sticking together
- "Two coherent sheets"
- "Tenacious burrs"
- synonym:
- coherent ,
- tenacious
3. Κολλήσει μαζί
- "Δύο συνεκτικά φύλλα"
- "Επίμονα γαρνιτούρες"
- συνώνυμο:
- συνεκτικόσ ,
- επίμονος
Examples of using
Metaphors are much more tenacious than facts.
Οι μεταφορές είναι πολύ πιο επίμονες από τα γεγονότα.