Translation meaning & definition of the word "temptation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πειρασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Temptation
[Πειρασμός]/tɛmteʃən/
noun
1. Something that seduces or has the quality to seduce
- synonym:
- temptation ,
- enticement
1. Κάτι που αποπλανεί ή έχει την ποιότητα να αποπλανήσει
- συνώνυμο:
- πειρασμός ,
- περιπλοκή
2. The desire to have or do something that you know you should avoid
- "He felt the temptation and his will power weakened"
- synonym:
- temptation
2. Η επιθυμία να έχετε ή να κάνετε κάτι που γνωρίζετε ότι πρέπει να αποφύγετε
- "Ένιωσε τον πειρασμό και τη δύναμη της θέλησής του να εξασθενεί"
- συνώνυμο:
- πειρασμός
3. The act of influencing by exciting hope or desire
- "His enticements were shameless"
- synonym:
- enticement ,
- temptation
3. Η πράξη του επηρεασμού από τη συναρπαστική ελπίδα ή την επιθυμία
- "Οι δελεασμοί του ήταν ξεδιάντροποι"
- συνώνυμο:
- περιπλοκή ,
- πειρασμός
Examples of using
The chocolate cake led her into temptation, though she was on a diet.
Το κέικ σοκολάτας την οδήγησε σε πειρασμό, αν και ήταν σε δίαιτα.
He couldn't resist the temptation.
Δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό.
He could not resist the temptation.
Δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό.