Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "temporal" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρονική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Temporal

[Χρονικός]
/tɛmpərəl/

noun

1. The semantic role of the noun phrase that designates the time of the state or action denoted by the verb

    synonym:
  • temporal role
  • ,
  • temporal

1. Ο σημασιολογικός ρόλος της ουσιαστικής φράσης που προσδιορίζει το χρόνο του κράτους ή της δράσης που υποδηλώνει το ρήμα

    συνώνυμο:
  • χρονικός ρόλος
  • ,
  • χρονικός

adjective

1. Not eternal

  • "Temporal matters of but fleeting moment"- f.d.roosevelt
    synonym:
  • temporal

1. Όχι αιώνιος

  • "Χρονικά θέματα αλλά φευγαλέας στιγμής"- φ.δ. ρούσβελτ
    συνώνυμο:
  • χρονικός

2. Of or relating to or limited by time

  • "Temporal processing"
  • "Temporal dimensions"
  • "Temporal and spacial boundaries"
  • "Music is a temporal art"
    synonym:
  • temporal

2. Από ή σχετίζονται ή περιορίζονται από το χρόνο

  • "Χρονική επεξεργασία"
  • "Χρονικές διαστάσεις"
  • "Χρονικά και χωρικά όρια"
  • "Η μουσική είναι μια προσωρινή τέχνη"
    συνώνυμο:
  • χρονικός

3. Of or relating to the temples (the sides of the skull behind the orbit)

  • "Temporal bone"
    synonym:
  • temporal

3. Από ή σχετίζονται με τους ναούς (οι πλευρές του κρανίου πίσω από την τροχιά)

  • "Χρονικό οστό"
    συνώνυμο:
  • χρονικός

4. Characteristic of or devoted to the temporal world as opposed to the spiritual world

  • "Worldly goods and advancement"
  • "Temporal possessions of the church"
    synonym:
  • worldly
  • ,
  • secular
  • ,
  • temporal

4. Χαρακτηριστικό ή αφιερωμένο στον προσωρινό κόσμο σε αντίθεση με τον πνευματικό κόσμο

  • "Εγκόσμια αγαθά και πρόοδος"
  • "Χρονικά αποκτήματα της εκκλησίας"
    συνώνυμο:
  • κοσμικός
  • ,
  • χρονικός

5. Of this earth or world

  • "Temporal joys"
  • "Our temporal existence"
    synonym:
  • temporal

5. Από αυτή τη γη ή τον κόσμο

  • "Χρονικές χαρές"
  • "Η προσωρινή μας ύπαρξη"
    συνώνυμο:
  • χρονικός