Translation meaning & definition of the word "tempo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τέμπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tempo
[Τέμπο]/tɛmpoʊ/
noun
1. (music) the speed at which a composition is to be played
- synonym:
- tempo ,
- pacing
1. (μουσική) η ταχύτητα με την οποία πρέπει να παίζεται μια σύνθεση
- συνώνυμο:
- τέμπο ,
- περίπατοσ
2. The rate of some repeating event
- synonym:
- tempo ,
- pace
2. Το ποσοστό κάποιου επαναλαμβανόμενου γεγονότος
- συνώνυμο:
- τέμπο ,
- ρυθμός