Translation meaning & definition of the word "templar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρότυπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Templar
[Ναΐτησ]/tɛmplər/
noun
1. A knight of a religious military order established in 1118 to protect pilgrims and the holy sepulcher
- synonym:
- Knight Templar ,
- Templar
1. Ιππότης θρησκευτικής στρατιωτικής τάξης που ιδρύθηκε το 1118 για την προστασία των προσκυνητών και του παναγίου τάφου
- συνώνυμο:
- Ιππότης Ναΐτης ,
- Ναΐτησ