Translation meaning & definition of the word "tempest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεάματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tempest
[Θυελλώδησ]/tɛmpəst/
noun
1. A violent commotion or disturbance
- "The storms that had characterized their relationship had died away"
- "It was only a tempest in a teapot"
- synonym:
- storm ,
- tempest
1. Βίαιη αναστάτωση ή διαταραχή
- "Οι καταιγίδες που είχαν χαρακτηρίσει τη σχέση τους είχαν πεθάνει"
- "Ήταν μόνο μια θύελλα σε μια τσαγιέρα"
- συνώνυμο:
- καταιγίδα ,
- ανατριχιαστικόσ
2. (literary) a violent wind
- "A tempest swept over the island"
- synonym:
- tempest
2. (λιτεροταξίδι ένας βίαιος άνεμος
- "Μια τρικυμία που παρασύρθηκε πάνω από το νησί"
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστικόσ