Translation meaning & definition of the word "tempered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετατράπηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tempered
[Μετριάζω]/tɛmpərd/
adjective
1. Made hard or flexible or resilient especially by heat treatment
- "A sword of tempered steel"
- "Tempered glass"
- synonym:
- tempered ,
- treated ,
- hardened ,
- toughened
1. Κατασκευασμένος σκληρός ή εύκαμπτος ή ανθεκτικός ειδικά με τη θερμική επεξεργασία
- "Ένα σπαθί από χάλυβα"
- "Γυαλί"
- συνώνυμο:
- μετριάζεται ,
- θεραπευθεί ,
- σκληρυνθεί
2. Adjusted or attuned by adding a counterbalancing element
- "Criticism tempered with kindly sympathy"
- synonym:
- tempered
2. Προσαρμόζεται ή εναρμονίζεται με την προσθήκη ενός στοιχείου αντιστάθμισης
- "Η κριτική μετριάζεται με ευγενική συμπάθεια"
- συνώνυμο:
- μετριάζεται
Examples of using
Steel is quenched in cold water after having been tempered by heating.
Ο χάλυβας σβήνει στο κρύο νερό αφού έχει μετριαστεί από τη θέρμανση.