Translation meaning & definition of the word "temperate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαιρετικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Temperate
[Μετριοπαθήσ]/tɛmprət/
adjective
1. (of weather or climate) free from extremes
- Mild
- Or characteristic of such weather or climate
- "A temperate region"
- "The temperate zones"
- "Temperate plants"
- synonym:
- temperate
1. (του καιρού ή του κλίματος) απαλλαγμένο από τα άκρα
- Ήπιος
- Ή χαρακτηριστικό αυτού του καιρού ή του κλίματος
- "Εύκρατη περιοχή"
- "Οι εύκρατες ζώνες"
- "Εύκρατα φυτά"
- συνώνυμο:
- εύκρατοσ
2. Not extreme in behavior
- "Temperate in his habits"
- "A temperate response to an insult"
- "Temperate in his eating and drinking"
- synonym:
- temperate
2. Όχι ακραία συμπεριφορά
- "Εμπειρία στις συνήθειές του"
- "Μια εύκρατη απάντηση σε μια προσβολή"
- "Εμπειρία στο φαγητό και το ποτό"
- συνώνυμο:
- εύκρατοσ
3. Not extreme
- "A moderate penalty"
- "Temperate in his response to criticism"
- synonym:
- moderate ,
- temperate
3. Όχι ακραίο
- "Μια μέτρια ποινή"
- "Εμπειρία στην απάντησή του στην κριτική"
- συνώνυμο:
- μέτριος ,
- εύκρατοσ
Examples of using
Japan's climate is temperate.
Το κλίμα της Ιαπωνίας είναι εύκρατο.
Our country's climate is temperate.
Το κλίμα της χώρας μας είναι εύκρατο.