Translation meaning & definition of the word "temperance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βυθός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Temperance
[Μετριοπάθεια]/tɛmpərəns/
noun
1. The trait of avoiding excesses
- synonym:
- temperance ,
- moderation
1. Το χαρακτηριστικό της αποφυγής των υπερβολών
- συνώνυμο:
- εγκράτεια ,
- μετριοπάθεια
2. Abstaining from excess
- synonym:
- sobriety ,
- temperance
2. Αποχή από την υπερβολή
- συνώνυμο:
- νηφαλιότητα ,
- εγκράτεια
3. The act of tempering
- synonym:
- temperance
3. Η πράξη της μετρίασης
- συνώνυμο:
- εγκράτεια