Translation meaning & definition of the word "temperamental" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακοσμητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Temperamental
[Θερμοδιακεκριμένοσ]/tɛmprəmɛntəl/
adjective
1. Relating to or caused by temperament
- "Temperamental indifference to neatness"
- "Temperamental peculiarities"
- synonym:
- temperamental
1. Σχετίζεται ή προκαλείται από την ιδιοσυγκρασία
- "Εξαιρετική αδιαφορία για την τακτοποίηση"
- "Καταλληλότερες ιδιαιτερότητες"
- συνώνυμο:
- ιδιοσυγκρασιακά
2. Subject to sharply varying moods
- "A temperamental opera singer"
- synonym:
- moody ,
- temperamental
2. Υπόκεινται σε έντονα διαφορετικές διαθέσεις
- "Ένας ευέξαπτος τραγουδιστής όπερας"
- συνώνυμο:
- κυκλοθυμικόσ ,
- ιδιοσυγκρασιακά
3. Likely to perform unpredictably
- "Erratic winds are the bane of a sailor"
- "A temperamental motor
- Sometimes it would start and sometimes it wouldn't"
- "That beautiful but temperamental instrument the flute"- osbert lancaster
- synonym:
- erratic ,
- temperamental
3. Είναι πιθανό να εκτελέσει απρόβλεπτα
- "Οι ακανόνιστοι άνεμοι είναι το λουρί ενός ναύτη"
- "Εύκρατος κινητήρας
- Μερικές φορές ξεκινούσε και μερικές φορές δεν ήταν"
- "Αυτό το όμορφο αλλά ευέξαπτο όργανο το φλάουτο" - όσμπερτ λάνκαστερ
- συνώνυμο:
- αλλοτριωτικόσ ,
- ιδιοσυγκρασιακά