Translation meaning & definition of the word "tempera" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τέμπερα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tempera
[Τέμπερα]/tɛmpərə/
noun
1. Pigment mixed with water-soluble glutinous materials such as size and egg yolk
- synonym:
- tempera ,
- poster paint ,
- poster color ,
- poster colour
1. Χρωστική ουσία που αναμιγνύεται με τα υδατοδιαλυτά γλουτινώδη υλικά όπως το μέγεθος και ο κρόκος αυγών
- συνώνυμο:
- τέμπερα ,
- χρώμα αφίσας