Translation meaning & definition of the word "temper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βάτραχος" στην ελληνική γλώσσα
Temper
[Τέμπερ]noun
1. A sudden outburst of anger
- "His temper sparked like damp firewood"
- synonym:
- pique ,
- temper ,
- irritation
1. Μια ξαφνική έκρηξη θυμού
- "Η ψυχραιμία του πυροδοτήθηκε σαν υγρό καυσόξυλο"
- συνώνυμο:
- πίκεσ ,
- ψυχραιμία ,
- ερεθισμός
2. A characteristic (habitual or relatively temporary) state of feeling
- "Whether he praised or cursed me depended on his temper at the time"
- "He was in a bad humor"
- synonym:
- temper ,
- mood ,
- humor ,
- humour
2. Ένα χαρακτηριστικό (συνήθης ή σχετικά προσωρινή) κατάσταση αίσθησης
- "Είτε με επαίνεσε είτε με καταράστηκε εξαρτάται από την ψυχραιμία του εκείνη την εποχή"
- "Είχε κακό χιούμορ"
- συνώνυμο:
- ψυχραιμία ,
- διάθεση ,
- χιούμορ
3. A disposition to exhibit uncontrolled anger
- "His temper was well known to all his employees"
- synonym:
- temper ,
- biliousness ,
- irritability ,
- peevishness ,
- pettishness ,
- snappishness ,
- surliness
3. Διάθεση να εκδηλώνει ανεξέλεγκτο θυμό
- "Η ψυχραιμία του ήταν γνωστή σε όλους τους υπαλλήλους του"
- συνώνυμο:
- ψυχραιμία ,
- αμφιβολία ,
- ευερεθιστότητα ,
- αποτρόπαιο ,
- απατηλότητα ,
- αποπνικτικότητα ,
- ευσυνειδησία
4. The elasticity and hardness of a metal object
- Its ability to absorb considerable energy before cracking
- synonym:
- temper ,
- toughness
4. Η ελαστικότητα και η σκληρότητα ενός μεταλλικού αντικειμένου
- Η ικανότητά του να απορροφά σημαντική ενέργεια πριν από το ράγισμα
- συνώνυμο:
- ψυχραιμία ,
- σκληρότητα
verb
1. Bring to a desired consistency, texture, or hardness by a process of gradually heating and cooling
- "Temper glass"
- synonym:
- anneal ,
- temper ,
- normalize
1. Φέρτε σε μια επιθυμητή συνέπεια, υφή ή σκληρότητα με μια διαδικασία σταδιακής θέρμανσης και ψύξης
- "Γυαλί περιστροφής"
- συνώνυμο:
- αννεαλική ,
- ψυχραιμία ,
- ομαλοποιώ
2. Harden by reheating and cooling in oil
- "Temper steel"
- synonym:
- temper ,
- harden
2. Σκληρύνετε με την αναθέρμανση και την ψύξη στο πετρέλαιο
- "Χάλυβας από βαφή"
- συνώνυμο:
- ψυχραιμία ,
- σκληραίνω
3. Adjust the pitch (of pianos)
- synonym:
- temper
3. Ρυθμίστε το γήπεδο ( του πιάνου)
- συνώνυμο:
- ψυχραιμία
4. Make more temperate, acceptable, or suitable by adding something else
- Moderate
- "She tempered her criticism"
- synonym:
- temper ,
- season ,
- mollify
4. Κάντε πιο εύκρατο, αποδεκτό ή κατάλληλο προσθέτοντας κάτι άλλο
- Μέτριος
- "Μετρίασε την κριτική της"
- συνώνυμο:
- ψυχραιμία ,
- σεζόν ,
- μαλακώνω
5. Restrain
- synonym:
- chasten ,
- moderate ,
- temper
5. Συγκρατώ
- συνώνυμο:
- τιμωρώ ,
- μέτριος ,
- ψυχραιμία