Translation meaning & definition of the word "teller" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πωλητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Teller
[Πεινασμένοσ]/tɛlər/
noun
1. United states physicist (born in hungary) who worked on the first atom bomb and the first hydrogen bomb (1908-2003)
- synonym:
- Teller ,
- Edward Teller
1. Αμερικανός φυσικός (γεννημένος στην ουγγαρία) που εργάστηκε στην πρώτη ατομική βόμβα και την πρώτη βόμβα υδρογόνου (1908-2003)
- συνώνυμο:
- Πεινασμένοσ ,
- Έντουαρντ Τέλερ
2. An official appointed to count the votes (especially in legislative assembly)
- synonym:
- teller ,
- vote counter
2. Ένας υπάλληλος που διορίζεται για να μετρήσει τις ψήφους (ειδικά στη νομοθετική συνέλευση)
- συνώνυμο:
- ενημερωτήσ ,
- μετρητής ψηφοφορίας
3. An employee of a bank who receives and pays out money
- synonym:
- teller ,
- cashier ,
- bank clerk
3. Ένας υπάλληλος μιας τράπεζας που λαμβάνει και πληρώνει χρήματα
- συνώνυμο:
- ενημερωτήσ ,
- ταμίασ ,
- υπάλληλος τράπεζας
4. Someone who tells a story
- synonym:
- narrator ,
- storyteller ,
- teller
4. Κάποιος που λέει μια ιστορία
- συνώνυμο:
- αφηγητήσ ,
- ενημερωτήσ