Translation meaning & definition of the word "telescope" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τηλεσκόπιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Telescope
[Τηλεσκόπιο]/tɛləskoʊp/
noun
1. A magnifier of images of distant objects
- synonym:
- telescope ,
- scope
1. Ένας μεγεθυντικός φακός εικόνων απομακρυσμένων αντικειμένων
- συνώνυμο:
- τηλεσκόπιο ,
- πεδίο εφαρμογής
verb
1. Crush together or collapse
- "In the accident, the cars telescoped"
- "My hiking sticks telescope and can be put into the backpack"
- synonym:
- telescope
1. Συντρίψτε ή καταρρεύστε
- "Στο ατύχημα, τα αυτοκίνητα τηλεσκοπήθηκαν"
- "Η πεζοπορία μου μπαστούνια τηλεσκόπιο και μπορεί να τεθεί στο σακίδιο"
- συνώνυμο:
- τηλεσκόπιο
2. Make smaller or shorter
- "The novel was telescoped into a short play"
- synonym:
- telescope
2. Κάντε μικρότερη ή μικρότερη
- "Το μυθιστόρημα τηλεσκοπήθηκε σε ένα σύντομο έργο"
- συνώνυμο:
- τηλεσκόπιο
Examples of using
You can see the stars using a telescope.
Μπορείτε να δείτε τα αστέρια χρησιμοποιώντας ένα τηλεσκόπιο.
Do you know the difference between a microscope and a telescope?
Γνωρίζετε τη διαφορά μεταξύ μικροσκοπίου και τηλεσκοπίου?
With this telescope stars and dreams can be seen.
Με αυτό το τηλεσκόπιο αστέρια και όνειρα μπορούν να δει.