Translation meaning & definition of the word "telegraph" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τηλέγραφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Telegraph
[Τηλεγράφοσ]/tɛləgræf/
noun
1. Apparatus used to communicate at a distance over a wire (usually in morse code)
- synonym:
- telegraph ,
- telegraphy
1. Συσκευές που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία σε απόσταση πάνω από ένα σύρμα (συνήθως στο μορς κώδικ)
- συνώνυμο:
- τηλεγράφημα ,
- τηλεγραφία
verb
1. Send cables, wires, or telegrams
- synonym:
- cable ,
- telegraph ,
- wire
1. Αποστολή καλωδίων, καλωδίων ή τηλεγραφημάτων
- συνώνυμο:
- καλώδιο ,
- τηλεγράφημα
Examples of using
Do you know who invented the telegraph?
Ξέρετε ποιος εφηύρε τον τηλέγραφο?