Translation meaning & definition of the word "ted" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "με" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ted
[Τεντ]/tɛd/
noun
1. A tough youth of 1950's and 1960's wearing edwardian style clothes
- synonym:
- Ted ,
- Teddy boy
1. Μια σκληρή νεολαία της δεκαετίας του 1950 και της δεκαετίας του 1960 φοράει ενδυμασίες εντουαρδιανού στυλ
- συνώνυμο:
- Τεντ ,
- Τέντι αγόρι
Examples of using
Ted waited for her for a long time.
Ο Τεντ την περίμενε πολύ καιρό.