Translation meaning & definition of the word "technological" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεχνολογική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Technological
[Τεχνολογικός]/tɛknəlɑʤɪkəl/
adjective
1. Based in scientific and industrial progress
- "A technological civilization"
- synonym:
- technological
1. Βασισμένο στην επιστημονική και βιομηχανική πρόοδο
- "Τεχνολογικός πολιτισμός"
- συνώνυμο:
- τεχνολογική
2. Of or relating to a practical subject that is organized according to scientific principles
- "Technical college"
- "Technological development"
- synonym:
- technical ,
- technological
2. Από ή σχετίζονται με ένα πρακτικό θέμα που οργανώνεται σύμφωνα με τις επιστημονικές αρχές
- "Τεχνικό κολέγιο"
- "Τεχνολογική ανάπτυξη"
- συνώνυμο:
- τεχνικός ,
- τεχνολογική