Translation meaning & definition of the word "technician" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεχνικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Technician
[Τεχνικός]/tɛknɪʃən/
noun
1. Someone whose occupation involves training in a specific technical process
- synonym:
- technician
1. Κάποιος του οποίου το επάγγελμα περιλαμβάνει εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη τεχνική διαδικασία
- συνώνυμο:
- τεχνικός
2. Someone known for high skill in some intellectual or artistic technique
- synonym:
- technician
2. Κάποιος γνωστός για την υψηλή ικανότητα σε κάποια πνευματική ή καλλιτεχνική τεχνική
- συνώνυμο:
- τεχνικός