Translation meaning & definition of the word "technically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεχνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Technically
[Τεχνικά]/tɛknɪkəli/
adverb
1. With regard to technique
- "Technically lagging behind the japanese"
- "A technically brilliant boxer"
- synonym:
- technically
1. Όσον αφορά την τεχνική
- "Τεχνικά υστερεί πίσω από τους ιάπωνες"
- "Ένας τεχνικά λαμπρός μπόξερ"
- συνώνυμο:
- τεχνικά
2. With regard to technical skill and the technology available
- "A technically brilliant solution"
- synonym:
- technically
2. Όσον αφορά τις τεχνικές δεξιότητες και τη διαθέσιμη τεχνολογία
- "Μια τεχνικά λαμπρή λύση"
- συνώνυμο:
- τεχνικά
3. According to the exact meaning
- According to the facts
- "Technically, a bank's reserves belong to the stockholders"
- "Technically, the term is no longer used by experts"
- synonym:
- technically
3. Σύμφωνα με το ακριβές νόημα
- Σύμφωνα με τα γεγονότα
- "Τεχνικά, τα αποθέματα μιας τράπεζας ανήκουν στους μετόχους"
- "Τεχνικά, ο όρος δεν χρησιμοποιείται πλέον από ειδικούς"
- συνώνυμο:
- τεχνικά
Examples of using
As a result, he gets something which technically is correct, but in its essence is just a mockery.
Ως αποτέλεσμα, παίρνει κάτι που τεχνικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία του είναι απλά μια κοροϊδία.