Translation meaning & definition of the word "technical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεχνική" στην ελληνική γλώσσα
Technical
[Τεχνικός]noun
1. A pickup truck with a gun mounted on it
- synonym:
- technical
1. Ένα φορτηγό παραλαβής με ένα όπλο τοποθετημένο πάνω του
- συνώνυμο:
- τεχνικός
2. (basketball) a foul that can be assessed on a player or a coach or a team for unsportsmanlike conduct
- Does not usually involve physical contact during play
- synonym:
- technical foul ,
- technical
2. (μπάσκετ) ένα φάουλ που μπορεί να αξιολογηθεί σε έναν παίκτη ή έναν προπονητή ή μια ομάδα για αντιαθλητική συμπεριφορά
- Συνήθως δεν περιλαμβάνει σωματική επαφή κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού
- συνώνυμο:
- τεχνικό φάουλ ,
- τεχνικός
adjective
1. Of or relating to technique or proficiency in a practical skill
- "His technical innovation was his brushwork"
- "The technical dazzle of her dancing"
- synonym:
- technical ,
- proficient
1. Από ή σχετίζονται με την τεχνική ή την επάρκεια σε μια πρακτική ικανότητα
- "Η τεχνική του καινοτομία ήταν η πινελιά του"
- "Η τεχνική θαμπάδα του χορού της"
- συνώνυμο:
- τεχνικός ,
- ικανός
2. Characterizing or showing skill in or specialized knowledge of applied arts and sciences
- "A technical problem"
- "Highly technical matters hardly suitable for the general public"
- "A technical report"
- "Producing the a-bomb was a challenge to the technical people of this country"
- "Technical training"
- "Technical language"
- synonym:
- technical
2. Χαρακτηρισμός ή επίδειξη δεξιοτήτων ή εξειδικευμένη γνώση των εφαρμοσμένων τεχνών και επιστημών
- "Τεχνικό πρόβλημα"
- "Εξαιρετικά τεχνικά θέματα δύσκολα κατάλληλα για το ευρύ κοινό"
- "Τεχνική έκθεση"
- "Η παραγωγή της α-βόμβας ήταν μια πρόκληση για τους τεχνικούς ανθρώπους αυτής της χώρας"
- "Τεχνική εκπαίδευση"
- "Τεχνική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- τεχνικός
3. Of or relating to a practical subject that is organized according to scientific principles
- "Technical college"
- "Technological development"
- synonym:
- technical ,
- technological
3. Από ή σχετίζονται με ένα πρακτικό θέμα που οργανώνεται σύμφωνα με τις επιστημονικές αρχές
- "Τεχνικό κολέγιο"
- "Τεχνολογική ανάπτυξη"
- συνώνυμο:
- τεχνικός ,
- τεχνολογική
4. Of or relating to or requiring special knowledge to be understood
- "Technical terminology"
- "A technical report"
- "Technical language"
- synonym:
- technical ,
- expert
4. Από ή σχετίζονται ή απαιτούν ειδικές γνώσεις που πρέπει να κατανοηθούν
- "Τεχνική ορολογία"
- "Τεχνική έκθεση"
- "Τεχνική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- τεχνικός ,
- εμπειρογνώμονας
5. Resulting from or dependent on market factors rather than fundamental economic considerations
- "Analysts content that the stock market is due for a technical rally"
- "The fall is only a technical correction"
- synonym:
- technical
5. Προκύπτουν από ή εξαρτώνται από παράγοντες της αγοράς και όχι από θεμελιώδεις οικονομικές εκτιμήσεις
- "Οι αναλυτές περιεχομένου ότι το χρηματιστήριο οφείλεται σε τεχνικό ράλι"
- "Η πτώση είναι απλώς μια τεχνική διόρθωση"
- συνώνυμο:
- τεχνικός