Translation meaning & definition of the word "tech" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεχνολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tech
[Τεχνολογία]/tɛk/
noun
1. A school teaching mechanical and industrial arts and the applied sciences
- synonym:
- technical school ,
- tech
1. Ένα σχολείο που διδάσκει μηχανικές και βιομηχανικές τέχνες και τις εφαρμοσμένες επιστήμες
- συνώνυμο:
- τεχνική σχολή ,
- τεχνολογία
Examples of using
Maybe Pinocchio's wooden head with its inbuilt high tech microchip has more intelligence than the rest of the world.
Ίσως το ξύλινο κεφάλι του Πινόκιο με το ενσωματωμένο μικροτσίπ υψηλής τεχνολογίας έχει περισσότερη νοημοσύνη από τον υπόλοιπο κόσμο.