Translation meaning & definition of the word "teasing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακολούθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Teasing
[Πειράζω]/tizɪŋ/
noun
1. The act of harassing someone playfully or maliciously (especially by ridicule)
- Provoking someone with persistent annoyances
- "He ignored their teases"
- "His ribbing was gentle but persistent"
- synonym:
- tease ,
- teasing ,
- ribbing ,
- tantalization
1. Η πράξη της παρενόχλησης κάποιου παιχνιδιάρικα ή κακόβουλα (ειδικά από το γελοιοποίηση)
- Προκαλώντας κάποιον με επίμονες ενοχλήσεις
- "Αγνόησε τα πειράγματά τους"
- "Το πλέξιμο του ήταν απαλό αλλά επίμονο"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- πειράγματα ,
- πλευρώ ,
- τανταλισμό
2. Playful vexation
- "The parody was just a form of teasing"
- synonym:
- teasing
2. Παιχνιδιάρης αναστάτωση
- "Η παρωδία ήταν απλώς μια μορφή πειράγματος"
- συνώνυμο:
- πειράγματα
3. The act of removing tangles from you hair with a comb
- synonym:
- comb-out ,
- teasing
3. Η πράξη της αφαίρεσης μπλεξίματα από τα μαλλιά σας με μια χτένα
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- πειράγματα
adjective
1. Playfully vexing (especially by ridicule)
- "His face wore a somewhat quizzical almost impertinent air"- lawrence durrell
- synonym:
- mocking ,
- teasing ,
- quizzical
1. Παιχνιδιάρικα ενοχλώντας (ειδικά από τη γελοιοποίηση)
- "Το πρόσωπό του φορούσε έναν κάπως ιδιαίτερο αέρα" - λόρενς ντάρελ
- συνώνυμο:
- χλευάζω ,
- πειράγματα ,
- πεινασμένοσ
2. Arousing sexual desire without intending to satisfy it
- "Her lazy teasing smile"
- synonym:
- teasing
2. Προκαλώντας σεξουαλική επιθυμία χωρίς να σκοπεύετε να την ικανοποιήσετε
- "Το τεμπέλικο χαμόγελό της"
- συνώνυμο:
- πειράγματα
3. Causing irritation or annoyance
- "Tapping an annoying rhythm on his glass with his fork"
- "Aircraft noise is particularly bothersome near the airport"
- "Found it galling to have to ask permission"
- "An irritating delay"
- "Nettlesome paperwork"
- "A pesky mosquito"
- "Swarms of pestering gnats"
- "A plaguey newfangled safety catch"
- "A teasing and persistent thought annoyed him"
- "A vexatious child"
- "It is vexing to have to admit you are wrong"
- synonym:
- annoying ,
- bothersome ,
- galling ,
- irritating ,
- nettlesome ,
- pesky ,
- pestering ,
- pestiferous ,
- plaguy ,
- plaguey ,
- teasing ,
- vexatious ,
- vexing
3. Προκαλώντας ερεθισμό ή ενόχληση
- "Πατώντας έναν ενοχλητικό ρυθμό στο ποτήρι του με το πιρούνι του"
- "Ο θόρυβος του αεροσκάφους είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός κοντά στο αεροδρόμιο"
- "Το βρήκα χοληρό για να πρέπει να ζητήσω άδεια"
- "Ερεθιστική καθυστέρηση"
- "Δικτυωμένα χαρτιά"
- "Ένα ενοχλητικό κουνούπι"
- "Μπράτσα ελεύθερων σκατών"
- "Μια πανούκλα αλιεύματα ασφαλείας"
- "Μια πεινασμένη και επίμονη σκέψη τον ενόχλησε"
- "Ένα πολύπλοκο παιδί"
- "Είναι απαραίτητο να παραδεχτείς ότι κάνεις λάθος"
- συνώνυμο:
- ενοχλητικό ,
- ενοχλητικός ,
- αγχόνη ,
- ερεθιστικόσ ,
- τραγανόσ ,
- πέσκι ,
- ενοχλώ ,
- επιβλαβήσ ,
- πλαγία ,
- πανούκλα ,
- πειράγματα ,
- αποτρόπαιος ,
- παραπονιέμαι