Translation meaning & definition of the word "tease" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τάση" στην ελληνική γλώσσα
Tease
[Πειράζω]noun
1. Someone given to teasing (as by mocking or stirring curiosity)
- synonym:
- tease ,
- teaser ,
- annoyer ,
- vexer
1. Κάποιος που δίνεται για να πειράξει ( με χλεύασμα ή ανακατεύοντας την περιέργεια)
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- πειράζων ,
- ενοχλών ,
- βέξανδρος
2. A seductive woman who uses her sex appeal to exploit men
- synonym:
- coquette ,
- flirt ,
- vamp ,
- vamper ,
- minx ,
- tease ,
- prickteaser
2. Μια σαγηνευτική γυναίκα που χρησιμοποιεί τη σεξουαλική της έκκληση να εκμεταλλευτεί τους άνδρες
- συνώνυμο:
- κοκέτα ,
- φλερτάρω ,
- βαμπίρ ,
- παρατηρώ ,
- μίνχα ,
- πειράζω ,
- τσιμπίδα
3. The act of harassing someone playfully or maliciously (especially by ridicule)
- Provoking someone with persistent annoyances
- "He ignored their teases"
- "His ribbing was gentle but persistent"
- synonym:
- tease ,
- teasing ,
- ribbing ,
- tantalization
3. Η πράξη της παρενόχλησης κάποιου παιχνιδιάρικα ή κακόβουλα (ειδικά από το γελοιοποίηση)
- Προκαλώντας κάποιον με επίμονες ενοχλήσεις
- "Αγνόησε τα πειράγματά τους"
- "Το πλέξιμο του ήταν απαλό αλλά επίμονο"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- πειράγματα ,
- πλευρώ ,
- τανταλισμό
verb
1. Annoy persistently
- "The children teased the boy because of his stammer"
- synonym:
- tease ,
- badger ,
- pester ,
- bug ,
- beleaguer
1. Ενοχλητικά επίμονα
- "Τα παιδιά πείραζαν το αγόρι λόγω του πονοκεφάλου του"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- ασβού ,
- παραχωρώ ,
- σφάλμα ,
- πολυλογάσ
2. Harass with persistent criticism or carping
- "The children teased the new teacher"
- "Don't ride me so hard over my failure"
- "His fellow workers razzed him when he wore a jacket and tie"
- synonym:
- tease ,
- razz ,
- rag ,
- cod ,
- tantalize ,
- tantalise ,
- bait ,
- taunt ,
- twit ,
- rally ,
- ride
2. Παρενόχληση με επίμονη κριτική ή σφυροκόπημα
- "Τα παιδιά πείραξαν τον νέο δάσκαλο"
- "Μη με οδηγείς τόσο σκληρά για την αποτυχία μου"
- "Οι συνάδελφοί του τον τάραξαν όταν φορούσε ένα σακάκι και γραβάτα"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- ραζ ,
- πανουργία ,
- γάδος ,
- τανταλίζω ,
- τανταλίζουν ,
- δόλωμα ,
- τρομακτικό ,
- τουίτ ,
- ράλι ,
- βόλτα
3. To arouse hope, desire, or curiosity without satisfying them
- "The advertisement is intended to tease the customers"
- "She has a way of teasing men with her flirtatious behavior"
- synonym:
- tease
3. Να ξυπνήσει την ελπίδα, την επιθυμία ή την περιέργεια χωρίς να τους ικανοποιήσει
- "Η διαφήμιση προορίζεται να πειράξει τους πελάτες"
- "Έχει έναν τρόπο να πειράζει τους άνδρες με την ερωτική συμπεριφορά της"
- συνώνυμο:
- πειράζω
4. Tear into pieces
- "Tease tissue for microscopic examinations"
- synonym:
- tease
4. Σκίζω
- "Ιστός της βάσης για μικροσκοπικές εξετάσεις"
- συνώνυμο:
- πειράζω
5. Raise the nap of (fabrics)
- synonym:
- tease
5. Σηκώστε τον υπνάκο των (φραγκοσυκιών
- συνώνυμο:
- πειράζω
6. Disentangle and raise the fibers of
- "Tease wool"
- synonym:
- tease ,
- tease apart ,
- loosen
6. Ξεμπλέκω και αυξάνω τις ίνες
- "Μαλλί από τσεκούρι"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- ξεχωρίζω ,
- χαλαρώνω
7. Separate the fibers of
- "Tease wool"
- synonym:
- tease ,
- card
7. Διαχωρίστε τις ίνες του
- "Μαλλί από τσεκούρι"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- κάρτα
8. Mock or make fun of playfully
- "The flirting man teased the young woman"
- synonym:
- tease
8. Χλευάστε ή κοροϊδέψτε παιχνιδιάρικα
- "Ο φλερτ άνδρας πείραξε τη νεαρή γυναίκα"
- συνώνυμο:
- πειράζω
9. Ruffle (one's hair) by combing the ends towards the scalp, for a full effect
- synonym:
- tease ,
- fluff
9. Βολάν τα μαλλιά (όνης) χτενίζοντας τα άκρα προς το τριχωτό της κεφαλής, για πλήρη επίδραση
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- χαρακτηρίζω