Translation meaning & definition of the word "tearfully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δανεικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tearfully
[Δακρυσμένα]/tɪrfəli/
adverb
1. With tears
- In a tearful manner
- "The man confessed tearfully to having beaten his wife"
- synonym:
- tearfully
1. Με δάκρυα
- Με δακρυσμένο τρόπο
- "Ο άνδρας ομολόγησε δακρυσμένα ότι χτύπησε τη γυναίκα του"
- συνώνυμο:
- δακρυσμένα