Translation meaning & definition of the word "teapot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσαγιέρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Teapot
[Τσαγιέρα]/tipɑt/
noun
1. Pot for brewing tea
- Usually has a spout and handle
- synonym:
- teapot
1. Δοχείο για την παρασκευή τσαγιού
- Συνήθως έχει ένα στόμιο και λαβή
- συνώνυμο:
- τσαγιέρα
Examples of using
That's a nice-looking teapot!
Αυτή είναι μια ωραία τσαγιέρα!