Translation meaning & definition of the word "teamwork" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ομάδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Teamwork
[Ομαδικότητα]/timwərk/
noun
1. Cooperative work done by a team (especially when it is effective)
- "It will take money, good planning and, above all, teamwork"
- synonym:
- teamwork
1. Συνεργατική εργασία που γίνεται από μια ομάδα (ειδικά όταν είναι αποτελεσματική)
- "Θα πάρει χρήματα, καλό σχεδιασμό και, πάνω απ 'όλα, ομαδική εργασία"
- συνώνυμο:
- ομαδική εργασία