Translation meaning & definition of the word "teammate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαστίγωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Teammate
[Θηλαστικόσ]/timet/
noun
1. A fellow member of a team
- "It was his first start against his former teammates"
- synonym:
- teammate ,
- mate
1. Ένας συνάδελφος μιας ομάδας
- "Ήταν η πρώτη του αρχή απέναντι στους πρώην συμπαίκτες του"
- συνώνυμο:
- συμπαίκτης ,
- σύντροφοσ