I don't like Mr. Jackson's teaching methods so much.
Δεν μου αρέσουν τόσο πολύ οι μέθοδοι διδασκαλίας του Τζάκσον.
Good communication with students is essential for effective teaching.
Η καλή επικοινωνία με τους μαθητές είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική διδασκαλία.
How long have you been teaching French?
Πόσο καιρό διδάσκεις Γαλλικά;
I've been teaching French for three years.
Διδάσκω γαλλικά εδώ και τρία χρόνια.
He has a lot of teaching experience.
Έχει μεγάλη διδακτική εμπειρία.
When teaching, men learn.
Όταν διδάσκουν, οι άνδρες μαθαίνουν.
Is somebody teaching you French?
Σου μαθαίνει κάποιος Γαλλικά;
Tom is teaching us French.
Ο Τομ μας διδάσκει γαλλικά.
By teaching, we learn.
Διδάσκοντας, μαθαίνουμε.
The art of teaching is only the art of awakening the natural curiosity of young minds to satisfy it afterwards.
Η τέχνη της διδασκαλίας είναι μόνο η τέχνη της αφύπνισης της φυσικής περιέργειας των νέων μυαλών για να την ικανοποιήσουν μετά.
I'm teaching Basque.
Διδάσκω βασκικά.
What would happen if two powerful nations with different languages - such as United States and China - would agree upon the experimental teaching of Esperanto in elementary schools?
Τι θα συνέβαινε αν δύο ισχυρά έθνη με διαφορετικές γλώσσες - όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα - συμφωνούσαν στην πειραματική διδασκαλία της Εσπεράντο στα δημοτικά σχολεία;
For the teacher, teaching her was fun.
Για τη δασκάλα, το να της μάθεις ήταν διασκεδαστικό.
She wants to engage in teaching.
Θέλει να ασχοληθεί με τη διδασκαλία.
She has great ability in teaching English.
Έχει μεγάλη ικανότητα στη διδασκαλία αγγλικών.
He is teaching Spanish to the children.
Διδάσκει ισπανικά στα παιδιά.
He'd had no experience of teaching, but he plunged in nonetheless.
Δεν είχε εμπειρία διδασκαλίας, αλλά παρόλα αυτά βυθίστηκε.