Translation meaning & definition of the word "teaching" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διδασκαλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Teaching
[Διδασκαλία]/tiʧɪŋ/
noun
1. The profession of a teacher
- "He prepared for teaching while still in college"
- "Pedagogy is recognized as an important profession"
- synonym:
- teaching ,
- instruction ,
- pedagogy
1. Το επάγγελμα ενός δασκάλου
- "Προετοιμάστηκε για διδασκαλία ενώ ήταν ακόμα στο κολέγιο"
- "Η παιδαγωγική αναγνωρίζεται ως ένα σημαντικό επάγγελμα"
- συνώνυμο:
- διδασκαλία ,
- οδηγία ,
- παιδαγωγική
2. A doctrine that is taught
- "The teachings of religion"
- "He believed all the christian precepts"
- synonym:
- teaching ,
- precept ,
- commandment
2. Ένα δόγμα που διδάσκεται
- "Τα διδάγματα της θρησκείας"
- "Πίστευε σε όλες τις χριστιανικές αρχές"
- συνώνυμο:
- διδασκαλία ,
- παρασκευή ,
- εντολή
3. The activities of educating or instructing
- Activities that impart knowledge or skill
- "He received no formal education"
- "Our instruction was carefully programmed"
- "Good classroom teaching is seldom rewarded"
- synonym:
- education ,
- instruction ,
- teaching ,
- pedagogy ,
- didactics ,
- educational activity
3. Τις δραστηριότητες της εκπαίδευσης ή της καθοδήγησης
- Δραστηριότητες που μεταδίδουν γνώσεις ή δεξιότητες
- "Δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση"
- "Η διδασκαλία μας προγραμματίστηκε προσεκτικά"
- "Η καλή διδασκαλία στην τάξη σπάνια ανταμείβεται"
- συνώνυμο:
- εκπαίδευση ,
- οδηγία ,
- διδασκαλία ,
- παιδαγωγική ,
- διδακτική ,
- εκπαιδευτική δραστηριότητα
Examples of using
I don't like Mr. Jackson's teaching methods so much.
Δεν μου αρέσουν τόσο πολύ οι μέθοδοι διδασκαλίας του κ. Τζάκσον.
Good communication with students is essential for effective teaching.
Η καλή επικοινωνία με τους μαθητές είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική διδασκαλία.
How long have you been teaching French?
Πόσο καιρό διδάσκετε Γαλλικά?