Translation meaning & definition of the word "teach" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διδασκαλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Teach
[Διδάσκω]/tiʧ/
noun
1. An english pirate who operated in the caribbean and off the atlantic coast of north america (died in 1718)
- synonym:
- Teach ,
- Edward Teach ,
- Thatch ,
- Edward Thatch ,
- Blackbeard
1. Ένας άγγλος πειρατής που λειτούργησε στην καραϊβική και στα ανοικτά των ακτών του ατλαντικού της βόρειας αμερικής (πέθανε το 1718)
- συνώνυμο:
- Διδάσκω ,
- Ο Έντουαρντ διδάσκει ,
- Θάτσα ,
- Έντουαρντ Άτσε ,
- Μαύρη
verb
1. Impart skills or knowledge to
- "I taught them french"
- "He instructed me in building a boat"
- synonym:
- teach ,
- learn ,
- instruct
1. Μεταδώστε δεξιότητες ή γνώσεις σε
- "Τους δίδαξα γαλλικά"
- "Με παρακάλεσε να χτίσω μια βάρκα"
- συνώνυμο:
- διδάσκω ,
- μαθαίνω ,
- καθοδηγώ
2. Accustom gradually to some action or attitude
- "The child is taught to obey her parents"
- synonym:
- teach
2. Συνηθίστε σταδιακά σε κάποια δράση ή στάση
- "Το παιδί διδάσκεται να υπακούει τους γονείς του"
- συνώνυμο:
- διδάσκω
Examples of using
I will teach you Hausa and you will teach me Korean.
Θα σε διδάξω Χάουσα και θα με διδάξεις Κορεάτικα.
I teach geography.
Διδάσκω γεωγραφία.
This is all I can teach you.
Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να σας διδάξω.