Translation meaning & definition of the word "taxing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορολόγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Taxing
[Φορολόγηση]/tæksɪŋ/
adjective
1. Not easily borne
- Wearing
- "The burdensome task of preparing the income tax return"
- "My duties weren't onerous
- I only had to greet the guests"
- "A taxing schedule"
- synonym:
- burdensome ,
- onerous ,
- taxing
1. Δεν είναι εύκολο να το αντιμετωπίσουμε
- Φορώντασ
- "Το επαχθές καθήκον της προετοιμασίας της δήλωσης φόρου εισοδήματος"
- "Τα καθήκοντά μου δεν ήταν επαχθή
- Έπρεπε να χαιρετήσω τους επισκέπτες"
- "Ένα πρόγραμμα φορολόγησης"
- συνώνυμο:
- επαχθής ,
- επαναλαμβανόμενοσ ,
- φορολόγηση