Translation meaning & definition of the word "taxicab" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταξί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Taxicab
[Ταξί]/tæksikæb/
noun
1. A car driven by a person whose job is to take passengers where they want to go in exchange for money
- synonym:
- cab ,
- hack ,
- taxi ,
- taxicab
1. Ένα αυτοκίνητο που οδηγείται από ένα άτομο του οποίου η δουλειά είναι να πάει τους επιβάτες όπου θέλουν να πάνε με χρήμα
- συνώνυμο:
- ταξί ,
- επιτίθεμαι