Translation meaning & definition of the word "taxation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Taxation
[Φορολογία]/tækseʃən/
noun
1. Charge against a citizen's person or property or activity for the support of government
- synonym:
- tax ,
- taxation ,
- revenue enhancement
1. Κατηγορία κατά προσώπου ή περιουσίας ή δραστηριότητας πολίτη για την υποστήριξη της κυβέρνησης
- συνώνυμο:
- φόρος ,
- φορολογία ,
- ενίσχυση των εσόδων
2. Government income due to taxation
- synonym:
- tax income ,
- taxation ,
- tax revenue ,
- revenue
2. Κρατικό εισόδημα λόγω φορολογίας
- συνώνυμο:
- φορολογικό εισόδημα ,
- φορολογία ,
- φορολογικά έσοδα ,
- έσοδα
3. The imposition of taxes
- The practice of the government in levying taxes on the subjects of a state
- synonym:
- taxation
3. Η επιβολή φόρων
- Η πρακτική της κυβέρνησης στην επιβολή φόρων στους υποκείμενους ενός κράτους
- συνώνυμο:
- φορολογία