Translation meaning & definition of the word "taxable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορολογήσιμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Taxable
[Φορολογητέα]/tæksəbəl/
adjective
1. (of goods or funds) subject to taxation
- "Taxable income"
- "Nonexempt property"
- synonym:
- taxable ,
- nonexempt
1. (αγαθών ή κεφαλαίων) υποκείμενο σε φορολογία
- "Φορολογητέο εισόδημα"
- "Απεριόριστη ιδιοκτησία"
- συνώνυμο:
- φορολογητέα ,
- απαγόρευση
Examples of using
All economic problems would be solved, if they made complacency taxable.
Όλα τα οικονομικά προβλήματα θα επιλυθούν, εάν καταστήσουν τον εφησυχασμό φορολογητέο.