Translation meaning & definition of the word "tawny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τέντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tawny
[Χασμουρητό]/tɑni/
adjective
1. Of a light brown to brownish orange color
- The color of tanned leather
- synonym:
- tawny ,
- tawny-brown
1. Από ανοιχτό καφέ έως καφετί πορτοκαλί χρώμα
- Το χρώμα του μαυρισμένου δέρματος
- συνώνυμο:
- ταραχώδησ ,
- τανί-καφέ