Translation meaning & definition of the word "taut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταυτόχρονη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Taut
[Τεταμένοσ]/tɔt/
adjective
1. Pulled or drawn tight
- "Taut sails"
- "A tight drumhead"
- "A tight rope"
- synonym:
- taut ,
- tight
1. Τραβηγμένος ή σχεδιασμένος σφιχτά
- "Ταυτόχρονα πανιά"
- "Σφιχτό τύμπανο"
- "Σφιχτό σχοινί"
- συνώνυμο:
- τεταμένοσ ,
- σφιχτός
2. Subjected to great tension
- Stretched tight
- "The skin of his face looked drawn and tight"
- "Her nerves were taut as the strings of a bow"
- synonym:
- taut
2. Υποβάλλονται σε μεγάλη ένταση
- Τεντωμένος
- "Το δέρμα του προσώπου του φαινόταν τραβηγμένο και σφιχτό"
- "Τα νεύρα της ήταν τεντωμένα σαν τις χορδές ενός τόξου"
- συνώνυμο:
- τεταμένοσ