Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "tattered" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ερειπωμένη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Tattered

[Κουρελιασμένοσ]
/tætərd/

adjective

1. Worn to shreds

  • Or wearing torn or ragged clothing
  • "A man in a tattered shirt"
  • "The tattered flag"
  • "Tied up in tattered brown paper"
  • "A tattered barefoot boy"
  • "A tatterdemalion prince"
    synonym:
  • tattered
  • ,
  • tatterdemalion

1. Φοριέται σε τεμάχια

  • Ή φορώντας σκισμένα ή τραχιά ρούχα
  • "Ένας άντρας με ένα κουρελιασμένο πουκάμισο"
  • "Η ταλαιπωρημένη σημαία"
  • "Δεμένο σε κουρελιασμένο καφέ χαρτί"
  • "Ένα κουρελιασμένο ξυπόλυτο αγόρι"
  • "Ένας πρίγκιπας τατεραδημαϊκός"
    συνώνυμο:
  • ταλαιπωρημένος
  • ,
  • τατεραδημία

2. Ruined or disrupted

  • "Our shattered dreams of peace and prosperity"
  • "A tattered remnant of its former strength"
  • "My torn and tattered past"
    synonym:
  • shattered
  • ,
  • tattered

2. Καταστράφηκε ή διαταράχθηκε

  • "Τα θρυμματισμένα μας όνειρα ειρήνης και ευημερίας"
  • "Ένα κουρελιασμένο υπόλοιπο της προηγούμενης δύναμής του"
  • "Το σκισμένο και ταλαιπωρημένο παρελθόν μου"
    συνώνυμο:
  • θρυμματισμένος
  • ,
  • ταλαιπωρημένος