Translation meaning & definition of the word "tastefully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γευστικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tastefully
[Γευστικά]/testfəli/
adverb
1. With taste
- In a tasteful manner
- "The house was tastefully decorated"
- synonym:
- tastefully ,
- tastily
1. Με γεύση
- Με έναν καλαίσθητο τρόπο
- "Το σπίτι ήταν όμορφα διακοσμημένο"
- συνώνυμο:
- γευστικά ,
- νόστιμα