Translation meaning & definition of the word "tasteful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γευστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tasteful
[Γευστικός]/testfəl/
adjective
1. Having or showing or conforming to good taste
- synonym:
- tasteful
1. Έχοντας ή παρουσιάζοντας ή συμμορφώνοντας με το καλό γούστο
- συνώνυμο:
- καλαίσθητοσ
2. Free from what is tawdry or unbecoming
- "A neat style"
- "A neat set of rules"
- "She hated to have her neat plans upset"
- synonym:
- neat ,
- refined ,
- tasteful
2. Απαλλαγμένο από αυτό που είναι απαίσιο ή ανερχόμενο
- "Ένα τακτοποιημένο στυλ"
- "Ένα τακτοποιημένο σύνολο κανόνων"
- "Απεχθανόταν να αναστατώσει τα τακτοποιημένα σχέδιά της"
- συνώνυμο:
- τακτοποιημένος ,
- εξευγενισμένη ,
- καλαίσθητοσ